- μάρκετιγκ
- τοάκλ. (λ. αγγλ.), η διαδικασία διαχείρισης και καθορισμού των απαιτήσεων μιας συγκεκριμένης αγοράς.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.